- λούσιμο
- τό1) купанье, мытьё (чаще головы); 2) головомойка, нагоняй
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λούσιμο — το, ατος 1. το πλύσιμο του κεφαλιού: Τα λιπαρά μαλλιά απαιτούν σχολαστικό λούσιμο. 2. μτφ., εξύβριση, επίπληξη: Μας έριξε ένα λούσιμο που το βάλαμε στα πόδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λούσιμο — το (Μ λούσιμον) [λούω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λούζω, το πλύσιμο, ιδίως τού κεφαλιού 2. πλήθος από ύβρεις που λέγονται εναντίον κάποιου μσν. εξαγνισμός, κάθαρση … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
πρόσκλυσμα — ύσματος, τὸ, Α [προσκλύζω] 1. το ζεστό νερό που χρησιμοποιείται για πλύσιμο ή λούσιμο 2. (κυρίως) το νερό που χρησιμοποιείται για το λούσιμο των μαλλιών … Dictionary of Greek
έκλουτρον — ἔκλουτρον, το (Α) σκεύος για λούσιμο … Dictionary of Greek
έμβαση — η (AM ἔμβασις) 1. είσοδος, το να μπαίνει κάποιος σ έναν χώρο 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η μπασιά νεοελλ. ενίσχυση τόρμου ή σφήνας με αύξηση τού πάχους αρχ. μσν. λεκάνη λουτρού μσν. (για σιτάρι) συγκομιδή αρχ. 1. επιβίβαση σε πλοίο 2.… … Dictionary of Greek
αλισία — και αλισιά και αλουσιά, η σταχτόνερο, δηλ. νερό βρασμένο μαζί με στάχτη, που χρησιμοποιείται για το λούσιμο τής κεφαλής ή για το πλύσιμο μαγειρικών σκευών, εσωρούχων κ.λπ. αλισίβα, θολόσταχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενετ. lissia για τον τ. αλουσιά πρβλ.… … Dictionary of Greek
απολουσίδι — το [λουσίδι] το βρόμικο νερό που μένει μετά το λούσιμο … Dictionary of Greek
απολούζω — (AM ἀπολούω) νεοελλ. τελειώνω το λούσιμο μσν. καθαρίζω το βρέφος οκτώ μέρες μετά το βάπτισμα αρχ. 1. ξεπλένω 2. καθαρίζω … Dictionary of Greek
ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… … Dictionary of Greek
θερμολουσία — η (ΑΜ θερμολουσία) [θερμολούτης] το λούσιμο με ζεστό νερό … Dictionary of Greek